καθίστασαν

καθίστασαν
καθί̱στασαν , καθίστημι
set down
imperf ind act 3rd pl
καθίστημι
set down
imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καθιστᾶσαν — καθίστημι set down pres part act fem acc sg καθιστάω pres part act fem acc sg (doric) καθιστάω pres part act fem acc sg (doric ionic) καθιστάω aor part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθιστώ — (AM καθίστημι, Α και καθιστάνω και καθιστῶ, άω) 1. ορίζω, διορίζω, τοποθετώ (α. «μέ κατέστησε υπεύθυνο για όσα συμβούν» β. «τόν κατέστησε κληρονόμο του» γ. «κατέστησε τύραννον εἶναι παῑδα τὸν ἑωυτοῡ», Ηρόδ.) 2. κάνω κάποιον να γίνει κάτι, να… …   Dictionary of Greek

  • πάννυχος — ον, ΜΑ 1. αυτός που ενεργεί ή υφίσταται κάτι καθ όλη τη νύχτα («πάννυχοι δὴ διάπλοον καθίστασαν ναῶν ἄνακτες», Αισχύλ.) 2. αυτός που διαρκεί, που παραμένει όλη τη νύχτα («παννύχου σελάνας», Ευρ.) αρχ. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πάννυχα καθ όλη τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”